σικυοειδή

σικυοειδή
τα, Ν
βοτ. παλαιότερη λόγια ονομασία τής οικογένειας αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών κολοκυνθίδες ή κουρκουβιτίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίκυος + -ειδής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κων / πόλεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”